δεσμευθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δεσμευθείς | η | δεσμευθείσα | το | δεσμευθέν |
γενική | του | δεσμευθέντος & δεσμευθέντα1 |
της | δεσμευθείσας & δεσμευθείσης* |
του | δεσμευθέντος |
αιτιατική | τον | δεσμευθέντα | τη | δεσμευθείσα | το | δεσμευθέν |
κλητική | δεσμευθείς | δεσμευθείσα | δεσμευθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δεσμευθέντες | οι | δεσμευθείσες | τα | δεσμευθέντα |
γενική | των | δεσμευθέντων | των | δεσμευθεισών | των | δεσμευθέντων |
αιτιατική | τους | δεσμευθέντες | τις | δεσμευθείσες | τα | δεσμευθέντα |
κλητική | δεσμευθέντες | δεσμευθείσες | δεσμευθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδεσμευθείς
- που δεσμεύθηκε για συγκεκριμένη χρήση, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό (στη νεοελληνική χρησιμοποιείται κυριως για υλικά και άψυχα, σπανίως για έμψυχα)
- ⮡ οι δεσμευθείσες δόσεις
- ⮡ οι δεσμευθέντες πόροι / λογαριασμοί
- που δεσμεύθηκε για να κατασχεθεί και πιθανόν να καταστραφεί
- ⮡ οι δεσμευθείσες ποσότητες αλλοιωμένων τροφίμων
Συγγενικά
επεξεργασία- δεσμευμένος (για άψυχα αλλά και για ανθρώπους)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδεσμευθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατίθεμαι
- θα κατατεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατίθεμαι