↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσμευθείς η δεσμευθείσα το δεσμευθέν
      γενική του δεσμευθέντος
δεσμευθέντα1
της δεσμευθείσας
δεσμευθείσης*
του δεσμευθέντος
    αιτιατική τον δεσμευθέντα τη δεσμευθείσα το δεσμευθέν
     κλητική δεσμευθείς δεσμευθείσα δεσμευθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεσμευθέντες οι δεσμευθείσες τα δεσμευθέντα
      γενική των δεσμευθέντων των δεσμευθεισών των δεσμευθέντων
    αιτιατική τους δεσμευθέντες τις δεσμευθείσες τα δεσμευθέντα
     κλητική δεσμευθέντες δεσμευθείσες δεσμευθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσμευθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος δεσμεύω

δεσμευθείς

  1. που δεσμεύθηκε για συγκεκριμένη χρήση, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό (στη νεοελληνική χρησιμοποιείται κυριως για υλικά και άψυχα, σπανίως για έμψυχα)
    ⮡  οι δεσμευθείσες δόσεις
    ⮡  οι δεσμευθέντες πόροι / λογαριασμοί
  2. που δεσμεύθηκε για να κατασχεθεί και πιθανόν να καταστραφεί
    ⮡  οι δεσμευθείσες ποσότητες αλλοιωμένων τροφίμων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δεσμευθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατατίθεμαι
  2. θα κατατεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατατίθεμαι