Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάσχομαι: παθητική φωνή του ρήματος κατάσχω

κατάσχομαι, στ.μέλλ.: θα κατασχεθώ, αόρ.: κατασχέθηκα, μτχ.π.π.: κατασχεμένος

  • με κατάσχουν
    μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών κατασχέθηκε από την αστυνομία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία