γίγγλυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γίγγλυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γίγγλυμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝiŋ.ɡli.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γίγ‐γλυ‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγγλυμος αρσενικό (σπανιότερα: γίγλυμος)
- (ανατομία) η κλείδωση, η άρθρωση δύο οστών έτσι ώστε η εξοχή του ενός να εισέρχεται και να περιστρέφεται ελεύθερα μέσα στην εσοχή του άλλου
- (μηχανική) ο μεταλλικός στροφέας της πόρτας, του παράθυρου ή κιβώτιου
Επίθετο
επεξεργασία→ λείπει η κλίση γίγγλυμος -ος/-η -ο
- που μοιάζει με γίγγλυμο
- ↪ η ποδοκνημική είναι μια γίγγλυμος άρθρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γίγγλυμος | οἱ | γίγγλυμοι |
γενική | τοῦ | γιγγλύμου | τῶν | γιγγλύμων |
δοτική | τῷ | γιγγλύμῳ | τοῖς | γιγγλύμοις |
αιτιατική | τὸν | γίγγλυμον | τοὺς | γιγγλύμους |
κλητική ὦ! | γίγγλυμε | γίγγλυμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γιγγλύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γιγγλύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γίγγλυμος < κίνγλυμος < κινῶ + γλύμμα (από το θέμα γλυμ-) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγγλυμος αρσενικό
- ο στρεφόμενος γόμφος της πόρτας
- οι στροφείς του θώρακα
- τρόπος φιλήματος
Παράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαγίγγλυμος (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- γίγγλυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γίγγλυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.