Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιγγλυμοειδής < γίγγλυμος + -ειδής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιγγλυμοειδής η γιγγλυμοειδής το γιγγλυμοειδές
      γενική του γιγγλυμοειδούς* της γιγγλυμοειδούς του γιγγλυμοειδούς
    αιτιατική τον γιγγλυμοειδή τη γιγγλυμοειδή το γιγγλυμοειδές
     κλητική γιγγλυμοειδή(ς) γιγγλυμοειδής γιγγλυμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιγγλυμοειδείς οι γιγγλυμοειδείς τα γιγγλυμοειδή
      γενική των γιγγλυμοειδών των γιγγλυμοειδών των γιγγλυμοειδών
    αιτιατική τους γιγγλυμοειδείς τις γιγγλυμοειδείς τα γιγγλυμοειδή
     κλητική γιγγλυμοειδείς γιγγλυμοειδείς γιγγλυμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

γιγγλυμοειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με γίγγλυμο
    τοῦ γὰρ βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδὲς (Ιπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία