γιγγλυμόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιγγλυμόομαι < γίγγλυμος + -ομαι
Ρήμα επεξεργασία
γιγγλυμόομαι, γιγγλυμοῦμαι
- συνδέομαι, ενώνομαι, συναρμόζομαι εν είδει γιγγλύμου
- γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι (Ιπποκράτης, Περὶ ἄρθρων)