πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρυγμός οι βρυγμοί
      γενική του βρυγμού των βρυγμών
    αιτιατική τον βρυγμό τους βρυγμούς
     κλητική βρυγμέ βρυγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρυγμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βρυγμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρυγμός αρσενικό

  1. το τρίξιμο των δοντιών
  2. βρυχηθμός



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρυγμός οἱ βρυγμοί
      γενική τοῦ βρυγμοῦ τῶν βρυγμῶν
      δοτική τῷ βρυγμ τοῖς βρυγμοῖς
    αιτιατική τὸν βρυγμόν τοὺς βρυγμούς
     κλητική ! βρυγμέ βρυγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρυγμώ
γεν-δοτ τοῖν  βρυγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βρυγμός < βρύχω + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρυγμός αρσενικό

  1. το τρίξιμο των δοντιών
  2. βρυχηθμός