Ετυμολογία

επεξεργασία
βρύχω < λείπει η ετυμολογία

βρύχω

  1. τρίζω τα δόντια
  2. τρώω με θόρυβο, άπληστα
  3. βρυχώμαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 264 (στίχοι 263-266)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο | βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι | ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, | τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. .
    και όπως εκεί που ροβολά διογέννητο ποτάμι | στο ρεύμα ενάντια η θάλασσα κύμα ξερνά μεγάλο | κι οι ακρογιαλιές αντιβοούν στον βρόντον της θαλάσσης, | με τόσην όρμησαν βοήν οι Τρώες
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr


Άλλες μορφές

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία