βρύχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρύχω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβρύχω
- τρίζω τα δόντια
- τρώω με θόρυβο, άπληστα
- βρυχώμαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 264 (στίχοι 263-266)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο | βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι | ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, | τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. .
- και όπως εκεί που ροβολά διογέννητο ποτάμι | στο ρεύμα ενάντια η θάλασσα κύμα ξερνά μεγάλο | κι οι ακρογιαλιές αντιβοούν στον βρόντον της θαλάσσης, | με τόσην όρμησαν βοήν οι Τρώες
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο | βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι | ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, | τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. .
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 264 (στίχοι 263-266)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βρύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.