βιβλιοκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.vli.o.kɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐βλι‐ο‐κρι‐τι‐κός
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- βιβλιοκριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bibliocritique[1] < αρχαία ελληνική βιβλίον (βιβλιο-) + κριτικός.
Επίθετο
επεξεργασίαβιβλιοκριτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη βιβλιοκρισία
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- βιβλιοκριτικός: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βιβλιοκριτικός
Επίθετο
επεξεργασίαβιβλιοκριτικός αρσενικό ή θηλυκό
- ο άνθρωπος που γράφει κριτικές βιβλίων, ασχολείται με την βιβλιοκριτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικό
|
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βιβλίο και κρίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βιβλιοκριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας