Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοκρισία οι βιβλιοκρισίες
      γενική της βιβλιοκρισίας των βιβλιοκρισιών
    αιτιατική τη βιβλιοκρισία τις βιβλιοκρισίες
     κλητική βιβλιοκρισία βιβλιοκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιβλιοκρισία < βιβλιοκρι(τικός) + -σία. Μορφολογικά αναλύεται σε βιβλιο- + κρίσ(η) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιβλιοκρισία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία