Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεγγαλέζικος η βεγγαλέζικη το βεγγαλέζικο
      γενική του βεγγαλέζικου της βεγγαλέζικης του βεγγαλέζικου
    αιτιατική τον βεγγαλέζικο τη βεγγαλέζικη το βεγγαλέζικο
     κλητική βεγγαλέζικε βεγγαλέζικη βεγγαλέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεγγαλέζικοι οι βεγγαλέζικες τα βεγγαλέζικα
      γενική των βεγγαλέζικων των βεγγαλέζικων των βεγγαλέζικων
    αιτιατική τους βεγγαλέζικους τις βεγγαλέζικες τα βεγγαλέζικα
     κλητική βεγγαλέζικοι βεγγαλέζικες βεγγαλέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεγγαλέζικος < Βεγγάλ(η) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veŋ.gaˈle.zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεγ‐γα‐λέ‐ζι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

βεγγαλέζικος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία