βεγγαλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /veŋ.ɡa.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεγ‐γα‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βεγγαλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη Βεγγάλη, κατάγεται απ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τα βεγγαλικά ή αναφέρεται σ’ αυτά (φωτεινός, εκρηκτικός)
- ※ Τα βεγγαλικά σου μάτια φέγγουν σαν το φώσφορο / σαν νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο. (Από τραγούδι σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και μουσική Στάμου Σέμση)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βεγγάλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεγγαλικός
|