↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βεγγαλέζος οι Βεγγαλέζοι
      γενική του Βεγγαλέζου των Βεγγαλέζων
    αιτιατική τον Βεγγαλέζο τους Βεγγαλέζους
     κλητική Βεγγαλέζε Βεγγαλέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βεγγαλέζος < Βεγγάλ(η) + -έζος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /veŋ.gaˈle.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βεγ‐γα‐λέ‐ζος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βεγγαλέζος αρσενικό (θηλυκό Βεγγαλέζα)

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Βεγγάλης ή αυτός που κατάγεται από την περιοχή αυτή
    ※  Σε μια εσπερίδα στην Καλκούτα γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο γιος του Ινδού οικοδεσπότη κλώτσησε μια μπάλα και έσπασε ένα μπουκάλι ουίσκι. Κομμάτια από το γυαλί χώθηκαν στο γυμνό μπράτσο του γενικού προξένου της Αμερικής που τον πήραν στο νοσοκομείο για να τον ράψουν. Την ώρα που τον έπαιρναν, ο βιολόγος Χαλντέιν έσπασε την αμήχανη σιωπή με αυτό το σχόλιο: «Ένας μικρός Βεγγαλέζος κομμουνιστής επιτέθηκε επιτυχώς σε έναν Αμερικανό ιμπεριαλιστή».
    Δρόμοι, Τα Νέα, 8 Αυγούστου 2002

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία