Βεγγαλέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βεγγαλέζα < Βεγγαλέζ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veŋ.gaˈle.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βεγ‐γα‐λέ‐ζα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒεγγαλέζα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βεγγαλέζος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βεγγάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βεγγαλέζος