Δείτε επίσης: Βαϊοφόρος
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βαϊοφόρος το βαϊοφόρο
      γενική του/της βαϊοφόρου του βαϊοφόρου
    αιτιατική τον/τη βαϊοφόρο το βαϊοφόρο
     κλητική βαϊοφόρε βαϊοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαϊοφόροι τα βαϊοφόρα
      γενική των βαϊοφόρων των βαϊοφόρων
    αιτιατική τους/τις βαϊοφόρους τα βαϊοφόρα
     κλητική βαϊοφόροι βαϊοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαϊοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαϊοφόρος < βαΐον / βάϊ(ον) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαϊοφόρος, -ος, -ο [1]

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βαϊοφόρος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  2. «Βαϊοφόρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαϊοφόρος τὸ βαϊοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς βαϊοφόρου τοῦ βαϊοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ βαϊοφόρ τῷ βαϊοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν βαϊοφόρον τὸ βαϊοφόρον
     κλητική ! βαϊοφόρε βαϊοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαϊοφόροι τὰ βαϊοφόρ
      γενική τῶν βαϊοφόρων τῶν βαϊοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαϊοφόροις τοῖς βαϊοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαϊοφόρους τὰ βαϊοφόρ
     κλητική ! βαϊοφόροι βαϊοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαϊοφόρω τὼ βαϊοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν βαϊοφόροιν τοῖν βαϊοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαϊοφόρος < βαΐον / βάϊ(ον) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαϊοφόρος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βάϊον και φέρω