βάϊον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βάϊον | τὰ | βάϊᾰ |
γενική | τοῦ | βαΐου | τῶν | βαΐων |
δοτική | τῷ | βαΐῳ | τοῖς | βαΐοις |
αιτιατική | τὸ | βάϊον | τὰ | βάϊᾰ |
κλητική ὦ! | βάϊον | βάϊᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαΐω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαΐοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάϊον < βάϊς + υποκοριστικό επίθημα -ιον < αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάϊον ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βάϊον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.