Δείτε επίσης: Βάις, βαΐς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάϊς αἱ βάεις
      γενική τῆς ? τῶν βαΐων
      δοτική τῇ βάϊδ ταῖς βάεσι(ν)
    αιτιατική τὴν βάϊν τὰς ?
     κλητική ! βάϊ βάεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ?
γεν-δοτ τοῖν  ?
Με θέμα σε -ιδ- η μορφή βαΐς, βαΐδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάϊς (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή b'j (κοπτικά bai)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάϊς θηλυκό (& βαΐς)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία