βασάλτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βασάλτης | οι | βασάλτες |
γενική | του | βασάλτη | των | βασαλτών |
αιτιατική | τον | βασάλτη | τους | βασάλτες |
κλητική | βασάλτη | βασάλτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασάλτης < (άμεσο δάνειο) γαλλική basalte < υστερολατινική basaltes < λατινική basanites < αρχαία ελληνική βασανίτης < βάσανος (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασάλτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ηφαιστειογενές πέτρωμα με χρώμα από γκρίζο έως μαύρο, που σχηματίζεται από την ταχεία ψύξη βασαλτικής λάβας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βασάλτης στη Βικιπαίδεια