βασαλτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασαλτικός < βασάλτης
Επίθετο επεξεργασία
βασαλτικός, -ή, -ό
- αποτελούμενος από βασάλτη
- βασαλτικό μάγμα, βασαλτικό πέτρωμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασαλτικός