Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασαλτικός η βασαλτική το βασαλτικό
      γενική του βασαλτικού της βασαλτικής του βασαλτικού
    αιτιατική τον βασαλτικό τη βασαλτική το βασαλτικό
     κλητική βασαλτικέ βασαλτική βασαλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασαλτικοί οι βασαλτικές τα βασαλτικά
      γενική των βασαλτικών των βασαλτικών των βασαλτικών
    αιτιατική τους βασαλτικούς τις βασαλτικές τα βασαλτικά
     κλητική βασαλτικοί βασαλτικές βασαλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασαλτικός < βασάλτης

  Επίθετο επεξεργασία

βασαλτικός, -ή, -ό

βασαλτικό μάγμα, βασαλτικό πέτρωμα


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία