Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυδία λίθος < → δείτε τις λέξεις Λυδία και λίθος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λυδία λίθος θηλυκό

  1. πέτρωμα μαύρου χρώματος (βασάλτης), με το οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό
  2. (μεταφορικά) είναι ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται, εξακριβώνεται κάτι για τη γνησιότητά του ή την καθολική ισχύ του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία