βασανίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασανίτης < αγγλική bassanite < λατινικά basanites < αρχαία ελληνική βασανίτης < βάσανος (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά
(bḫn: είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασανίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος ορυκτού με χημικό τύπο CaSO4·0.5(H2O) ή 2CaSO4·H2O