bazalto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bazalto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bazalto | bazaltoj |
αιτιατική | bazalton | bazaltojn |
bazalto (eo)
- ο βασάλτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bazalto | bazaltoj |
αιτιατική | bazalton | bazaltojn |
bazalto (eo)