αφινικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφινικός | η | αφινική | το | αφινικό |
γενική | του | αφινικού | της | αφινικής | του | αφινικού |
αιτιατική | τον | αφινικό | την | αφινική | το | αφινικό |
κλητική | αφινικέ | αφινική | αφινικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφινικοί | οι | αφινικές | τα | αφινικά |
γενική | των | αφινικών | των | αφινικών | των | αφινικών |
αιτιατική | τους | αφινικούς | τις | αφινικές | τα | αφινικά |
κλητική | αφινικοί | αφινικές | αφινικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφινικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική affine ή για τη γαλλική affin + -ικός < λατινική affinis (συνδεδεμένος, κοντινός) < ad + fīnis (τέλος, όριο)
Επίθετο
επεξεργασίααφινικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, γεωμετρία) για θεώρηση της μελέτης του χώρου, συνδεδεμένη με τις ιδιότητες των παράλληλων γραμμών και τους μετασχηματισμούς τους, συνδεδεμένη με τα διανύσματα, παρακάμπτοντας αξιώματα της ευκλείδειας θεώρησης, όπως το μήκος.
- ⮡ αφινικός μετασχηματισμός, αφινική μελέτη του χώρου
- ≈ συνώνυμα: ομοπαραλληλικός (από τον κεντρικό ρόλο της μελέτης των παραλλήλων)