Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφινικός η αφινική το αφινικό
      γενική του αφινικού της αφινικής του αφινικού
    αιτιατική τον αφινικό την αφινική το αφινικό
     κλητική αφινικέ αφινική αφινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφινικοί οι αφινικές τα αφινικά
      γενική των αφινικών των αφινικών των αφινικών
    αιτιατική τους αφινικούς τις αφινικές τα αφινικά
     κλητική αφινικοί αφινικές αφινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφινικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική affine ή για τη γαλλική affin + -ικός < λατινική affinis (συνδεδεμένος, κοντινός) < ad + fīnis (τέλος, όριο)

  Επίθετο επεξεργασία

αφινικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία