Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφινική γεωμετρία < (λόγιο δάνειο) αγγλική affine geometry → δείτε τις λέξεις αφινικός και γεωμετρία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αφινική γεωμετρία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία