αφεντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφεντικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφεντικός < ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης[1] / αὐτοέντης < αὐτός + *ἕντης (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)
Επίθετο
επεξεργασίααφεντικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααφεντικός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφεντικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αφεντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας