↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατλαντομεσογειακός η ατλαντομεσογειακή το ατλαντομεσογειακό
      γενική του ατλαντομεσογειακού της ατλαντομεσογειακής του ατλαντομεσογειακού
    αιτιατική τον ατλαντομεσογειακό την ατλαντομεσογειακή το ατλαντομεσογειακό
     κλητική ατλαντομεσογειακέ ατλαντομεσογειακή ατλαντομεσογειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατλαντομεσογειακοί οι ατλαντομεσογειακές τα ατλαντομεσογειακά
      γενική των ατλαντομεσογειακών των ατλαντομεσογειακών των ατλαντομεσογειακών
    αιτιατική τους ατλαντομεσογειακούς τις ατλαντομεσογειακές τα ατλαντομεσογειακά
     κλητική ατλαντομεσογειακοί ατλαντομεσογειακές ατλαντομεσογειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατλαντομεσογειακός < ατλαντ(ικός) + -ο- + μεσογειακός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Atlanto-Mediterranean

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.tlan.do.me.so.ʝi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τλαν‐το‐με‐σο‐γει‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ατλαντομεσογειακός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο, παρωχημένο, ανθρωπολογία) που σχετίζεται τη λεγόμενη «Ατλαντομεσογειακή φυλή»[1] [2]
  2. (σπάνιο, νεότερη σημασία) που αναφέρεται στις περιοχές της Ατλαντικού Ωκεανού και τη Μεσογείου Θαλάσσης ή σχετίζεται με αυτές
    ⮡  ατλαντομεσογεικά οικοσυστήματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ατλαντομεσογειακόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Παλαιότερη φυλετική ταξινόμηση των ανθρώπων, παραλλαγή της «Μεσογειακής φυλής» (Mediterranean race, υποκατηγορία της άλλοτε λεγόμενης «Καυκασιανής φυλής», Caucasian race) που έχει απορριφθεί ως αβάσιμη επιστημονικά. Η «Ατλαντομεσογειακή φυλή» υποτίθεται ότι χαρακτηριζόταν από άτομα μεσαίου ύψους με καστανά μαλλιά.