αστρακιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστρακιά | οι | αστρακιές |
γενική | της | αστρακιάς | των | αστρακιών |
αιτιατική | την | αστρακιά | τις | αστρακιές |
κλητική | αστρακιά | αστρακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.stɾaˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐κιά
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- αστρακιά < → δείτε τη λέξη αστρέχα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρακιά θηλυκό
- (ιδιωματικό, αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του αστρέχα επίσης οι σημασίες:
- κονίαμα με άμμο, ασβέστη και διάφορα θραύσματα (αρχαία ελληνική ὄστρακον) και επιστέγασμα κατασκευασμένο από τέτοιο υλικό [1]
- ↪ Για τον ορισμό αυτόν της αστρακιάς με τη σημασία «ὀστρακοκονία» ο Δημητράκος[1] παραπέμπει στον ορισμό του Ησύχιου για το «θόλος»:
- *<θολος>· στρογγυλοειδὴς οἶκος ASvg, δι' ὀστράκων †εἰλημμένος ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Θ
- (γενικότερα) η στέγη [1]
- ※ [δημοτικό δίστιχο]
- το 'να μου αφτί κάνω αστρακιά και τ' άλλο μου κανάλι
να μου τα λένε από τη μια, να βγαίνουν απ' την άλλη - → δείτε και τον ορισμό «υδρορρόη στέγης» του Ανδριώτη (για τη μορφή «αστράχα») [2]
- κονίαμα με άμμο, ασβέστη και διάφορα θραύσματα (αρχαία ελληνική ὄστρακον) και επιστέγασμα κατασκευασμένο από τέτοιο υλικό [1]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αστρέχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστρακιά
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- αστρακιά < αλλαγή του [o] > [a]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρακιά θηλυκό
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- αστρακιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρακιά θηλυκό
- (δημοτική, φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Amelanchier ovalis subsp. cretica, Αρωνία, υποείδος η κρητική [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «ἀστρακιά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Ανδριώτης, λήμμα «αστράχα» → δείτε αστρέχα#Αναφορές