αστρέχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστρέχα | οι | αστρέχες |
γενική | της | αστρέχας | — | |
αιτιατική | την | αστρέχα | τις | αστρέχες |
κλητική | αστρέχα | αστρέχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αστρέχα < α- προτακτικό. Kατά τον γερμανό γλωσσολόγο Gustav Meyer[1] (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης стреха [2] < πρωτοσλαβική *strěxa
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈstɾe.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρέ‐χα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρέχα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαόλες οι μορφές και συγγενικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία γείσο στέγης
|
γείσο στέγης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 «αστράχα» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
«ἀστράχα (ἡ) ὑδρορρόη τῆς στέγης· ἀστράκα < ἀρχ. ὄστρακον. Κατὰ G. Meyer, N.S. 2,13 σλαβ. streha»
Και με λήμμα «αστρέχα» βλ. «αστράχα». Παραπέμπει στον Gustav Meyer, Neugriechische Studien I, II, Sitzungsberichte der Kais. Akademie der Wissenschaften in Wien. Philosophisch-Historische Klasse, Bd. 130 (1894), III, IV, Bd. 132 (1895) - ↑ αστράχα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ἀστρακιά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.