αστράχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστράχα | οι | αστράχες |
γενική | της | αστράχας | — | |
αιτιατική | την | αστράχα | τις | αστράχες |
κλητική | αστράχα | αστράχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈstɾe.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρέ‐χα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστράχα θηλυκό
- (ιδιωματικό, αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του αστρέχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστράχα
|
Πηγές επεξεργασία
- αστράχα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας