απονήρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απονήρευτος < μεσαιωνική ελληνική απονήρευτος < α- + πονηρεύομαι
Επίθετο
επεξεργασίααπονήρευτος, -η, -ο
- που δεν πονηρεύεται
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απονήρευτα
- → δείτε τις λέξεις πονηρεύω, πονηρός και πόνος