Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεμπορικός η αντιεμπορική το αντιεμπορικό
      γενική του αντιεμπορικού της αντιεμπορικής του αντιεμπορικού
    αιτιατική τον αντιεμπορικό την αντιεμπορική το αντιεμπορικό
     κλητική αντιεμπορικέ αντιεμπορική αντιεμπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεμπορικοί οι αντιεμπορικές τα αντιεμπορικά
      γενική των αντιεμπορικών των αντιεμπορικών των αντιεμπορικών
    αιτιατική τους αντιεμπορικούς τις αντιεμπορικές τα αντιεμπορικά
     κλητική αντιεμπορικοί αντιεμπορικές αντιεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιεμπορικός < αντι- + εμπορικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική uncommerical[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.em.bo.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐ε‐μπο‐ρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιεμπορικός, -ή, -ό

  1. που δεν συμβάλλει στην πρόοδο ή προώθηση του εμπορίου
  2. που δεν πουλάει πολύ, που είναι αντισυμβατικός και δεν ικανοποιεί την πλειοψηφία
     αντώνυμα: εμπορικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία