ανάνθιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανάνθιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει άνθη
- (μεταφορικά) που δεν βρίσκεται στην ακμή του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άνθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάνθιστος