Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλουλούδιαστος η αλουλούδιαστη το αλουλούδιαστο
      γενική του αλουλούδιαστου της αλουλούδιαστης του αλουλούδιαστου
    αιτιατική τον αλουλούδιαστο την αλουλούδιαστη το αλουλούδιαστο
     κλητική αλουλούδιαστε αλουλούδιαστη αλουλούδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλουλούδιαστοι οι αλουλούδιαστες τα αλουλούδιαστα
      γενική των αλουλούδιαστων των αλουλούδιαστων των αλουλούδιαστων
    αιτιατική τους αλουλούδιαστους τις αλουλούδιαστες τα αλουλούδιαστα
     κλητική αλουλούδιαστοι αλουλούδιαστες αλουλούδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλουλούδιαστος < α- + λουλουδιάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αλουλούδιαστος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία