αμάλλιαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμάλλιαγος, -η, -ο
- που δεν έχει μαλλιά ή τρίχες (στο κεφάλι ή το κορμί)
- (για πουλιά) που δεν έχει φτερά
- (μεταφορικά) νέος και άπειρος
- (μεταφορικά) (ιδιωματικό) άφραγκος, φτωχός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μαλλί