↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτερωμένος η πτερωμένη το πτερωμένο
      γενική του πτερωμένου της πτερωμένης του πτερωμένου
    αιτιατική τον πτερωμένο την πτερωμένη το πτερωμένο
     κλητική πτερωμένε πτερωμένη πτερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτερωμένοι οι πτερωμένες τα πτερωμένα
      γενική των πτερωμένων των πτερωμένων των πτερωμένων
    αιτιατική τους πτερωμένους τις πτερωμένες τα πτερωμένα
     κλητική πτερωμένοι πτερωμένες πτερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτερώνω

πτερωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία