πτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπτερώνω < αρχαία ελληνική πτερώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπτερώνω
- άλλη γραφή του φτερώνω → δείτε τη λέξη .
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πτερώνω | πτέρωνα | θα πτερώνω | να πτερώνω | πτερώνοντας | |
β' ενικ. | πτερώνεις | πτέρωνες | θα πτερώνεις | να πτερώνεις | πτέρωνε | |
γ' ενικ. | πτερώνει | πτέρωνε | θα πτερώνει | να πτερώνει | ||
α' πληθ. | πτερώνουμε | πτερώναμε | θα πτερώνουμε | να πτερώνουμε | ||
β' πληθ. | πτερώνετε | πτερώνατε | θα πτερώνετε | να πτερώνετε | πτερώνετε | |
γ' πληθ. | πτερώνουν(ε) | πτέρωναν πτερώναν(ε) |
θα πτερώνουν(ε) | να πτερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πτέρωσα | θα πτερώσω | να πτερώσω | πτερώσει | ||
β' ενικ. | πτέρωσες | θα πτερώσεις | να πτερώσεις | πτέρωσε | ||
γ' ενικ. | πτέρωσε | θα πτερώσει | να πτερώσει | |||
α' πληθ. | πτερώσαμε | θα πτερώσουμε | να πτερώσουμε | |||
β' πληθ. | πτερώσατε | θα πτερώσετε | να πτερώσετε | πτερώστε | ||
γ' πληθ. | πτέρωσαν πτερώσαν(ε) |
θα πτερώσουν(ε) | να πτερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πτερώσει | είχα πτερώσει | θα έχω πτερώσει | να έχω πτερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πτερώσει | είχες πτερώσει | θα έχεις πτερώσει | να έχεις πτερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πτερώσει | είχε πτερώσει | θα έχει πτερώσει | να έχει πτερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πτερώσει | είχαμε πτερώσει | θα έχουμε πτερώσει | να έχουμε πτερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πτερώσει | είχατε πτερώσει | θα έχετε πτερώσει | να έχετε πτερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πτερώσει | είχαν πτερώσει | θα έχουν πτερώσει | να έχουν πτερώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτερώνω
|