πτερωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπτερωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πτερωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πτερωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πτερωμένος
πτερωμένων