ακέντριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακέντριστος < μεσαιωνική ελληνική ἀκέντριστος < αρχαία ελληνική κεντρίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ακέντριστος
- που δεν τον έχουν κεντρίσει
- που δεν έχει τσιμπηθεί με κεντρί εντόμου
- που δεν έχει τσιμπηθεί με αιχμηρό αντικείμενο
- που δεν τον έχουν μπολιάσει
- που δεν τον έχουν παρακινήσει, δεν τον έχουν ερεθίσει