κεντρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεντρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κεντρίζω
Μετοχή επεξεργασία
κεντρισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που τον έχουν κεντρίσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεντρί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντρισμένος
|