κεντρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακεντρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κεντρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κεντρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κεντρισμένος