αμπόλιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμπόλιαστος
- (βοτανική) που δεν έχει μπολιαστεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπόλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπόλιαστος