Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθάρρευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθάρρευτ
ος
η
αθάρρευτ
η
το
αθάρρευτ
ο
γενική
του
αθάρρευτ
ου
της
αθάρρευτ
ης
του
αθάρρευτ
ου
αιτιατική
τον
αθάρρευτ
ο
την
αθάρρευτ
η
το
αθάρρευτ
ο
κλητική
αθάρρευτ
ε
αθάρρευτ
η
αθάρρευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθάρρευτ
οι
οι
αθάρρευτ
ες
τα
αθάρρευτ
α
γενική
των
αθάρρευτ
ων
των
αθάρρευτ
ων
των
αθάρρευτ
ων
αιτιατική
τους
αθάρρευτ
ους
τις
αθάρρευτ
ες
τα
αθάρρευτ
α
κλητική
αθάρρευτ
οι
αθάρρευτ
ες
αθάρρευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθάρρευτος
<
α-
+
θαρρεύω
+
-τος
<
θάρρος
Επίθετο
επεξεργασία
αθάρρευτος
που δεν έχει
θάρρος
Συνώνυμα
επεξεργασία
άτολμος
δειλός
δισταχτικός
συνεσταλμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
άτρομος
γενναίος
θαρραλέος
θαρρετός
τολμηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθάρρευτος
αγγλικά
:
despondent
(en)
γαλλικά
:
découragé
(fr)
γερμανικά
:
mutlos
(de)
ιταλικά
:
scoraggiato
(it)