αγαύη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαύη | οι | αγαύες |
γενική | της | αγαύης | των | αγαυών |
αιτιατική | την | αγαύη | τις | αγαύες |
κλητική | αγαύη | αγαύες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαύη < αρχαία ελληνική ἀγαυός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣa.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαύ‐η
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαύη θηλυκό
- (βοτανική) γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, γνωστά και ως αθάνατοι
- ※ Δύο είναι κυρίως οι λόγοι που τροφοδότησαν την προτίμηση στην αγαύη: Από τη μία οι ανθεκτικές καλλιέργειες χωρίς μεγάλη ανάγκη νερού, από την άλλη η διογκούμενη, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, τάση για αλκοολούχα υψηλής ποιότητας.
- Γιατί ολοένα και περισσότεροι Καλιφορνέζοι στρέφονται στην αγαύη, Η Καθημερινή, 7 Νοεμβρίου 2023
- ※ Δύο είναι κυρίως οι λόγοι που τροφοδότησαν την προτίμηση στην αγαύη: Από τη μία οι ανθεκτικές καλλιέργειες χωρίς μεγάλη ανάγκη νερού, από την άλλη η διογκούμενη, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, τάση για αλκοολούχα υψηλής ποιότητας.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αγαύη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαύη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαύη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγαύη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)