Δείτε επίσης: Αγαύη, Ἀγαυή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαύη οι αγαύες
      γενική της αγαύης των αγαυών
    αιτιατική την αγαύη τις αγαύες
     κλητική αγαύη αγαύες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγαύη η αμερικάνικη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαύη < αρχαία ελληνική ἀγαυός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɣa.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαύ‐η

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαύη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγαύηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • αγαύηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)