Δείτε επίσης: ἄχυμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχυμος η άχυμη το άχυμο
      γενική του άχυμου της άχυμης του άχυμου
    αιτιατική τον άχυμο την άχυμη το άχυμο
     κλητική άχυμε άχυμη άχυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχυμοι οι άχυμες τα άχυμα
      γενική των άχυμων των άχυμων των άχυμων
    αιτιατική τους άχυμους τις άχυμες τα άχυμα
     κλητική άχυμοι άχυμες άχυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άχυμος < αρχαία ελληνική ἄχυμος

  Επίθετο

επεξεργασία

άχυμος

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει χυμό (μέσα του)
     συνώνυμα: άζουμος
     αντώνυμα: εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει πολλή ζωντάνια
     συνώνυμα: άψυχος
     αντώνυμα: εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία