Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άζουμος η άζουμη το άζουμο
      γενική του άζουμου της άζουμης του άζουμου
    αιτιατική τον άζουμο την άζουμη το άζουμο
     κλητική άζουμε άζουμη άζουμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άζουμοι οι άζουμες τα άζουμα
      γενική των άζουμων των άζουμων των άζουμων
    αιτιατική τους άζουμους τις άζουμες τα άζουμα
     κλητική άζουμοι άζουμες άζουμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άζουμος < α- + ζουμί

  Επίθετο επεξεργασία

άζουμος, -η, -ο


Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία