↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρρηκτος η άρρηκτη το άρρηκτο
      γενική του άρρηκτου της άρρηκτης του άρρηκτου
    αιτιατική τον άρρηκτο την άρρηκτη το άρρηκτο
     κλητική άρρηκτε άρρηκτη άρρηκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρρηκτοι οι άρρηκτες τα άρρηκτα
      γενική των άρρηκτων των άρρηκτων των άρρηκτων
    αιτιατική τους άρρηκτους τις άρρηκτες τα άρρηκτα
     κλητική άρρηκτοι άρρηκτες άρρηκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άρρηκτος < αρχαία ελληνική ἄρρηκτος < ἀ- + ῥηκτός < ῥήγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

άρρηκτος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) που δεν σπάει, που είναι γερός, σταθερός, στέρεος, ακατάλυτος
    άρρηκτοι δεσμοί φιλίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία