άπηχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άπηχτος | η | άπηχτη | το | άπηχτο |
γενική | του | άπηχτου | της | άπηχτης | του | άπηχτου |
αιτιατική | τον | άπηχτο | την | άπηχτη | το | άπηχτο |
κλητική | άπηχτε | άπηχτη | άπηχτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άπηχτοι | οι | άπηχτες | τα | άπηχτα |
γενική | των | άπηχτων | των | άπηχτων | των | άπηχτων |
αιτιατική | τους | άπηχτους | τις | άπηχτες | τα | άπηχτα |
κλητική | άπηχτοι | άπηχτες | άπηχτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άπηχτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄπηκτος με τροπή [kt] > [xt] < ἄ- στερητικό + πηκτός < πήγνυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.pi.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πη‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίαάπηχτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει πήξει
- (μεταφορικά) που δεν έχει ωριμάσει ακόμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πήζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία άπηχτος