Σέρβια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σέρβια | ||
γενική | των | Σερβίων | ||
αιτιατική | τα | Σέρβια | ||
κλητική | Σέρβια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σέρβια < λατινική *Servia < servo (φυλάσσω, σώζω, προστατεύω) < πρωτοϊταλική *serwāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (φυλάσσω, προστατεύω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈser.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέρ‐βι‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣέρβια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πόλη της Μακεδονίας στο νομό Κοζάνης