Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Οιδίποδας οι Οιδίποδες
      γενική του Οιδίποδα των Οιδιπόδων
    αιτιατική τον Οιδίποδα τους Οιδίποδες
     κλητική Οιδίποδα Οιδίποδες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οιδίποδας < αρχαία ελληνική Οἰδίπους

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈði.po.ðas/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οιδίποδας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) βασιλιάς της Θήβας, γιος του Λάιου και της Ιοκάστης
  2. αρχαίο ανδρικό όνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία