Οἰδίπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαουσιαστικά ετερόκλιτα | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Οἰδιποδ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Οἰδίπους | ||||||
γενική | τοῦ | Οἰδίποδος & Οἰδίπου | ||||||
δοτική | τῷ | Οἰδίποδῐ | ||||||
αιτιατική | τὸν | Οἰδίπουν | ||||||
κλητική ὦ! | Οἰδίπους & Οἰδίπου | |||||||
Ετερόκλιτο: Κατά την 3η κλίση: τοῦ Οἰδίποδος, τῷ Οἰδίποδι, ὦ Οἰδίπου Κατά το συνηρημένο 2κλιτο περίπλους: τοῦ Οἰδίπου, τὸν Οἰδίπουν | ||||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οἰδίπους < οἰδέω + πούς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟἰδίπους αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Οἰδίπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Οἰδίπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.