Θήβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θήβα | οι | Θήβες |
γενική | της | Θήβας | των | Θηβών |
αιτιατική | τη | Θήβα | τις | Θήβες |
κλητική | Θήβα | Θήβες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- Θήβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θῆβαι στον ενικό[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθi.va/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θή‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Θήβα θηλυκό
- αρχαία πόλη της Βοιωτίας
- πόλη της Βοιωτίας
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη Θήβες της Αιγύπτου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Θήβα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)