Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θήβα οι Θήβες
      γενική της Θήβας των Θηβών
    αιτιατική τη Θήβα τις Θήβες
     κλητική Θήβα Θήβες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθi.va/
 

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θήβα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. πόλη της Βοιωτίας
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη Θήβες της Αιγύπτου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία